- καλλωπιστική
- καλλωπιστικόςone who adorns himselffem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλειπτούτσικον — ἀλειπτούτσικον, το (Μ) [ἀλειπτός] καλλωπιστική αλοιφή, κρέμα … Dictionary of Greek
αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… … Dictionary of Greek
βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… … Dictionary of Greek
ελαίαγνος — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των δικοτυλήδονων ελαιαγνιδών. Λέγεται και μοσχοϊτιά. Οι νεαροί βλαστοί του έχουν ασημόγκριζο χρώμα, ενώ ο κορμός και οι βραχίονες καστανό. Το ύψος της κόμης φτάνει τα 4 8 μ. Έχει επιμήκη φύλλα, που είναι… … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
καλλωπιστικός — ή, ὁ (Α καλλωπιστικός, ή, όν) [καλλωπιστής] 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για καλλωπισμό και διακόσμηση («καλλωπιστικά φυτά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλλωπιστική η τέχνη τού καλλωπισμού. επίρρ... καλλωπιστικώς και ά με εξωραϊστικό τρόπο, με… … Dictionary of Greek
καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου … Dictionary of Greek
κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα … Dictionary of Greek
κνιφοφία — Πολυετής ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι κ. η ουβαρίατρίτομα η ουβαρία. Η κ. έχει πολλά σπαθοειδή, παράρριζα φύλλα, που σχηματίζουν τούφα, από το κέντρο της οποίας… … Dictionary of Greek
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek